φιλοψόγως

φιλοψόγως
φιλόψογος
censorious
adverbial
φιλόψογος
censorious
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλοψόγως — Α επίρρ. βλ. φιλόψογος …   Dictionary of Greek

  • φιλόψογος — η, ο / φιλόψογος, ον, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσει να ψέγει, φιλοκατήγορος («οὐ διὰ ταῡτά σε ψέγω ὅτι εἰμὶ φιλόψογος», Πλάτ.). επίρρ... φιλοψόγως Α κατά τρόπο φιλόψογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ψόγος (< ψέγω), πρβλ. κακό ψογος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”